Πέμπτη 5 Απριλίου 2012


ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ “ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ” ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.

Σε ένα Σχολείο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, όπως είναι το 2ο Γυμνάσιο Ιωαννίνων, όπου οι περισσότεροι αλλοδαποί μαθητές έχουν ως μητρική γλώσσα την αλβανική, θεωρούμε πως θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναζήτηση κοινών συνιστωσών στο πεδίο της ετυμολογίας λημμάτων, τα οποία απαντώνται τόσο στην ελληνική γλώσσα, όσο και στην αλβανική. Στο σημείο αυτό όμως οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως η παρακάτω καταγραφή δεν περιλαμβάνει τη διερεύνηση των «γλωσσικών δανείων», η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας επόμενης αναζήτησης.
Στην αναζήτηση αυτή, στην ιστοσελίδα της «Πύλης για τη Νεοελληνική Γλώσσα»,  οι αλλοδαποί μαθητές εργάστηκαν σε ομάδες και κατέθεσαν και τις δικές τους επισημάνσεις για τη χρήση των παρακάτω λέξεων στη μητρική τους γλώσσα.  Το αποτέλεσμα ήταν να εντοπιστούν οι παρακάτω λέξεις- λήμματα, με την ετυμολογική τους ανάλυση, όπως αυτή αναφέρεται στο Ηλεκτρονικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας του ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ).
1) αλητάμπουρας ο [alitámburas], (χωρίς γεν. πληθ.) : (λαϊκ.) αλήτης ή αλητάκος.
[αλήτ(ης) + αλβ. berr(ü) `άντρας΄(;) -ας]
2) βλάμης ο [vlámis], θηλ. βλάμισσα [vlámisa] : (λαϊκ., παρωχ.) 1. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. 2. φίλος, σύντροφος. 3. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. 4. εραστής.
[αλβ. vlam -ης· βλάμ(ης) -ισσα]
3) γκιόνης ο [gónis] : νυκτόβιο πουλί που ανήκει στην ίδια οικογένεια με την κουκουβάγια και που ονομάζεται έτσι από το χαρακτηριστικό ήχο της φωνής του.
[αλβ. gjion -ης]
4) γούβα η [γúva] : 1. μικρό κοίλωμα, μικρό βαθούλωμα· γούβωμα:
[ αλβ. guv(ë) `κοίλωμα΄ (πρβ. βλάχ. guva) · γούβ(α) -ίτσα]
5) ζουλάπι το [zulápi] : (λαϊκότρ.) α. άγριο ζώο: Tαραγμένα απ΄ τις τουφεκιές τα ζουλάπια κρύβονταν στις φωλιές τους. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση: Bρε ζουλάπια, εμένα πάτε να κοροϊδέψετε;
 [βλάχ. zulap(e) ή αλβ. zullapi]
6) καλαμπόκι το [kalambóki] : 1. φυτό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών, μονοετές, ψηλό, με χοντρό βλαστό και με μεγάλα φύλλα· αραβόσιτος
[αλβ. kalambok ]
7)  λουλούδι το 1. το τμήμα του φυτού που έχει συνήθ. έντονα και λαμπερά χρώματα και συχνά ευχάριστη μυρωδιά και όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής· άνθος:
[μσν. λουλούδι < αλβ. lul(e) -ούδι ή λατ. lil(ium) `κρίνο΄ -ούδι ( [i > u] από επίδρ. του [l] )]
8) λούμπα η [lúmba] : (λαϊκ.) στη ΦΡ πέφτω στη ~, πέφτω σε (στημένη) παγίδα, πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας.
[αλβ. luba `λάκκος΄]
9) μαρμάγκα η [marmáŋga] : είδος δηλητηριώδους αράχνης. Φ
[αλβ. merimang(ë) -α ]
10) μπομπότα η [bobóta] : ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι.
[αλβ. bobot(;) ]
11) πίπιζα η [pípiza] : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο, που μοιάζει με φλογέρα και που παράγει ισχυρό και διαπεραστικό ήχο.
[αλβ. pipëza]
12) σβέρκος ο [zvérkos] & σβέρκο το [zvérko] : το πίσω μέρος του λαιμού· αυχένας, τράχηλος:
[αλβ. zverk -ος (αρσ. κατά το λαιμός μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
13) τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα.
[αλβ. tšuprë, tšupa]
14) φάρα η [fára] : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο, ομάδα, κοινωνικό στρώμα ή επαγγελματική τάξη: Άτιμη ~ αυτός ο άνθρωπος. H ~ των δικηγόρων / των γιατρών / των εργολάβων / των παπάδων. 2. (παρωχ.) ευρεία οικογένεια, σόι, γένος. ||
[αλβ. fara `ο σπόρος΄ (θηλ. πληθ. που θεωρήθηκε εν.)]
15) φέρμελη η [férmeli] : ανδρικό γιλέκο κεντημένο με μετάξι ή στολισμένο με χρυσό, που φοριόταν με τη φουστανέλα.
[αλβ. fermel΄é]
16) φλογέρα η [flojéra] : I. πνευστό μουσικό όργανο με κοίλο, κυλινδρικό σχήμα, ανοιχτό στα δύο άκρα του και με τρύπες κατά μήκος του· (πρβ. σουραύλι): Ο τσομπάνης έπαιζε τη ~ του. II. είδος γλυκού με γέμιση, που το σχήμα του μοιάζει, κατά προσέγγιση, με φλογέρα.
[αλβ. flojer(ë)
(Τα παραπάνω λήμματα προέρχονται από τη σύνθετη αναζήτηση στο Ηλεκτρονικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας του ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ).

*****(ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ 2ΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΙΤΛΟ: «ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ».

(Επιμέλεια: Αικατερίνη Μπάκα, Φιλόλογος).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.